- επιχείρημα
- argument
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek